Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unseemly
01
απρεπής, ακατάλληλος
behaving in a manner that is impolite and not in accordance with the situation
Παραδείγματα
The unseemly comments made during the meeting caused discomfort among the team members.
Τα απρεπή σχόλια που έγιναν κατά τη διάρκεια της συνάντησης προκάλεσαν δυσφορία μεταξύ των μελών της ομάδας.
His loud and disruptive behavior at the formal dinner was considered unseemly by the other guests.
Η δυνατή και διαταρακτική συμπεριφορά του στο επίσημο δείπνο θεωρήθηκε απρεπής από τους άλλους καλεσμένους.
Λεξικό Δέντρο
unseemly
seemly



























