Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indelicate
01
απρεπής, χυδαίος
in violation of good taste even verging on the indecent
Παραδείγματα
His indelicate remarks about her personal life were met with discomfort and silence from the group.
Οι απρεπείς παρατηρήσεις του για την προσωπική της ζωή συναντήθηκαν με δυσφορία και σιωπή από την ομάδα.
The indelicate way she criticized the project in front of everyone was considered highly unprofessional.
Ο απρεπής τρόπος με τον οποίο επέκρινε το έργο μπροστά σε όλους θεωρήθηκε εξαιρετικά μη επαγγελματικός.
03
απρεπής, οριακά αισχρός
verging on the indecent
Λεξικό Δέντρο
indelicate
delicate
delic



























