Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indefinitely
01
απροσδιόριστα, για απροσδιόριστη χρονική περίοδο
for an unspecified period of time
Παραδείγματα
The event has been postponed indefinitely due to unforeseen circumstances.
Η εκδήλωση έχει αναβληθεί επ' αόριστον λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων.
She decided to leave her job and travel, with plans to stay abroad indefinitely.
Αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά της και να ταξιδέψει, με σχέδια να μείνει στο εξωτερικό για αόριστο χρονικό διάστημα.
02
απροσδιόριστα, χωρίς όριο
to a degree or amount that is unclear, undefined, or limitless
Παραδείγματα
The number of possible solutions to the problem is indefinitely large.
Ο αριθμός των πιθανών λύσεων του προβλήματος είναι απροσδιόριστα μεγάλος.
The company is considering an indefinitely large expansion plan.
Η εταιρεία εξετάζει ένα απροσδιόριστα μεγάλο σχέδιο επέκτασης.
Λεξικό Δέντρο
indefinitely
definitely
finitely
finite



























