Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
boundlessly
01
απεριόριστα, χωρίς όρια
in a way that has no limits, boundaries, or restrictions
Παραδείγματα
She was boundlessly grateful for their kindness.
Ήταν απέραντα ευγνώμων για την καλοσύνη τους.
His imagination seemed boundlessly creative.
Η φαντασία του φαινόταν απεριόριστα δημιουργική.
Λεξικό Δέντρο
boundlessly
boundless
bound



























