Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
boundless
01
απέραντος, απεριόριστος
without any limits or boundaries
Παραδείγματα
The explorer was captivated by the boundless expanse of the desert.
Ο εξερευνητής γοητεύτηκε από την απέραντη έκταση της ερήμου.
Her boundless energy seemed to never diminish, even after a long day's work.
Η απέραντη ενέργειά της φαινόταν να μην μειώνεται ποτέ, ακόμη και μετά από μια μακρά ημέρα εργασίας.
Λεξικό Δέντρο
boundlessly
boundlessness
boundless
bound



























