Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
illimitable
01
απεριόριστος, χωρίς όρια
without any limits or restrictions
Παραδείγματα
The universe ’s illimitable expanse leaves us in awe of its vastness.
Το απέραντο μέγεθος του σύμπαντος μας αφήνει σε δέος μπροστά στο μεγαλείο του.
Her illimitable creativity allowed her to produce works that constantly amazed her peers.
Η απεριόριστη δημιουργικότητά της της επέτρεψε να παράγει έργα που συνεχώς εκπλήσσουν τους συνομηλίκους της.



























