Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Illiberality
01
αφιλελευθερισμός, στενότητα
the quality of being against generosity and the freedom of thought, action, and expression
Παραδείγματα
Due to his illiberality, diverse viewpoints were consistently shut down.
Λόγω της αφιλελεύθερότητάς του, οι διαφορετικές απόψεις απορρίπτονταν συστηματικά.
With a mindset steeped in illiberality, he refused to donate to any cause.
Με μια νοοτροπία διαποτισμένη από αφιλελευθερισμό, αρνήθηκε να δωρίσει για οποιοδήποτε σκοπό.
Λεξικό Δέντρο
illiberality
liberality
liberal
liber



























