Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
illicitly
01
παρανόμως, αθέμιτα
in a manner disapproved or not allowed by custom
Παραδείγματα
The goods were illicitly imported without paying customs duties.
Τα αγαθά εισήχθησαν παράνομα χωρίς πληρωμή τελωνειακών δασμών.
They engaged illicitly in business practices that violated regulations.
Συμμετείχαν παράνομα σε επιχειρηματικές πρακτικές που παραβίαζαν τους κανονισμούς.
Λεξικό Δέντρο
illicitly
licitly
licit



























