Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unlawfully
01
παράνομα, με τρόπο αντίθετο προς το νόμο
in a way that opposes the law
Παραδείγματα
The company was accused of unlawfully disposing of hazardous waste.
Η εταιρεία κατηγορήθηκε για παράνομη απόρριψη επικίνδυνων αποβλήτων.
He was arrested for unlawfully entering private property.
Συνελήφθη για παράνομη είσοδο σε ιδιωτική ιδιοκτησία.
Λεξικό Δέντρο
unlawfully
lawfully
lawful
law



























