Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Illness
Παραδείγματα
The patient was unable to recover from his illness.
Ο ασθενής δεν μπόρεσε να αναρρώσει από την ασθένειά του.
Illness prevented her from attending the family gathering.
Η ασθένεια την εμπόδισε να παραστεί στη συγκέντρωση της οικογένειας.
02
ασθένεια, πάθηση
a specific health condition that causes the body or mind to not function properly
Παραδείγματα
He was diagnosed with a serious illness last year.
Διαγνώστηκε με μια σοβαρή ασθένεια πέρυσι.
Many people are living with chronic illnesses.
Πολλοί άνθρωποι ζουν με χρόνιες ασθένειες.
Λεξικό Δέντρο
illness
ill



























