Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Illuminant
01
πηγή φωτός, φωτιστικό
an object or substance that provides light
Παραδείγματα
Solar-powered lanterns are modern illuminants that are both sustainable and portable.
Οι φανοί με ηλιακή ενέργεια είναι σύγχρονες πηγές φωτός που είναι και βιώσιμες και φορητές.
Candles were the primary illuminants before the invention of electric bulbs.
Τα κεριά ήταν οι κύριες πηγές φωτός πριν από την εφεύρεση των ηλεκτρικών λαμπτήρων.



























