Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unforeseen
01
απρόβλεπτος, απροσδόκητος
not expected or anticipated, often leading to surprise or disruption
Παραδείγματα
The sudden and unforeseen rain caught everyone at the outdoor event off guard.
Ο ξαφνικός και απρόβλεπτος βροχή πήρε όλους στον αέρα στην εκδήλωση υπαίθρου.
Financial planning should account for unforeseen expenses to ensure stability in uncertain times.
Ο οικονομικός σχεδιασμός πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα απρόβλεπτα έξοδα για να διασφαλίζει σταθερότητα σε αβέβαιες εποχές.



























