Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to unfold
01
ξεδιπλώνω, ανοίγω
to open or spread something out from a folded state or compact form
Transitive: to unfold sth
Παραδείγματα
She unfolded the map to check the directions.
Ξετύλιξε τον χάρτη για να ελέγξει τις οδηγίες.
The origami artist skillfully unfolded the paper crane.
Ο καλλιτέχνης του οριγκάμι επιδέξια ξέδιπλωσε τον χάρτινο γερανό.
02
αναπτύσσομαι, ξετυλίγομαι
to develop or progress in a way that shows promise or potential
Intransitive
Παραδείγματα
As the project continued, new opportunities began to unfold.
Καθώς το έργο συνεχιζόταν, νέες ευκαιρίες άρχισαν να ξετυλίγονται.
With each passing year, the entrepreneur 's vision for the company began to unfold.
Με κάθε χρόνο που περνούσε, το όραμα του επιχειρηματία για την εταιρεία άρχισε να ξετυλίγεται.
03
αποκαλύπτω, ξετυλίγω
to gradually reveal or make visible something that was previously concealed or unknown
Transitive: to unfold a mystery or secret
Παραδείγματα
As she recounted her life story, she began to unfold the layers of her past.
Καθώς αφηγούνταν την ιστορία της ζωής της, άρχισε να ξετυλίγει τα στρώματα του παρελθόντος της.
The archaeological excavation slowly unfolded the ancient city's history.
Η αρχαιολογική ανασκαφή αποκάλυψε αργά την ιστορία της αρχαίας πόλης.
04
ξεδιπλώνω, ανοίγω
to expand or extend from a closed or folded position
Intransitive
Παραδείγματα
As the caterpillar emerges from its cocoon, its wings gradually unfold.
Καθώς η κάμπια βγαίνει από το κουκούλι της, τα φτερά της ξεδιπλώνονται σταδιακά.
The sailboat 's sails begin to unfold as the wind catches them.
Τα πανιά του ιστιοφόρου αρχίζουν να ξεδιπλώνονται όταν τα πιάσει ο άνεμος.
Λεξικό Δέντρο
unfold
fold



























