Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unflappable
01
ατάραχος, ήρεμος
having the ability to stay composed and calm in difficult circumstances
Παραδείγματα
Despite the chaos, she remained unflappable, handling the situation with poise and confidence.
Παρά το χάος, παρέμεινε ατάραχη, χειριζόμενη την κατάσταση με ψυχραιμία και αυτοπεποίθηση.
His unflappable demeanor in emergencies earned him the nickname " the rock " among his colleagues.
Η ατάραχη συμπεριφορά του σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης του απέφερε το παρατσούκλι "ο βράχος" ανάμεσα στους συναδέλφους του.



























