Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
composed
01
ήρεμος, συγκρατημένος
remaining calm and in control of one's emotions and actions
Παραδείγματα
Despite the chaos around her, she remained composed and focused on finding a solution.
Παρά το χάος γύρω της, παρέμεινε ψύχραιμη και επικεντρωμένη στην εύρεση μιας λύσης.
He stayed composed during the interview, answering questions confidently and thoughtfully.
Παρέμεινε ήρεμος κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, απαντώντας σε ερωτήσεις με αυτοπεποίθηση και σκέψη.
Λεξικό Δέντρο
composedly
discomposed
composed
compose



























