Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unfinished
01
ανολοκλήρωτο, μη ολοκληρωμένο
not yet completed
Παραδείγματα
The unfinished painting displayed only the artist's initial sketches.
Ο ανολοκλήρωτος πίνακας έδειχνε μόνο τα αρχικά σκίτσα του καλλιτέχνη.
The unfinished novel awaited the author's final revisions.
Το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα περίμενε τις τελικές διορθώσεις του συγγραφέα.
02
ανολοκλήρωτο, μη τελειωμένο
not brought to the desired final state
03
ανολοκλήρωτο, ατελές
lacking a surface finish such as paint
Λεξικό Δέντρο
unfinished
finished
finish



























