unfavorably
un
ʌn
αν
fa
ˈfeɪ
φει
vo
βερ
rab
rəb
ραμπ
ly
li
λι
British pronunciation
/ʌnfˈeɪvəɹəblɪ/
unfavourably

Ορισμός και σημασία του "unfavorably"στα αγγλικά

unfavorably
01

δυσμενώς, αρνητικά

with a lack of approval, support, or positive regard
example
Παραδείγματα
The new policy was viewed unfavorably by employees due to its impact on work-life balance.
Η νέα πολιτική θεωρήθηκε δυσμενώς από τους εργαζόμενους λόγω της επίδρασής της στην ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής.
The product reviews were rated unfavorably, citing issues with durability and performance.
Οι κριτικές για το προϊόν βαθμολογήθηκαν δυσμενώς, με αναφορά σε ζητήματα ανθεκτικότητας και απόδοσης.

Λεξικό Δέντρο

unfavorably
favorably
favorable
favor
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store