Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unfit
01
ανίκανος, ακατάλληλος
not suitable or capable enough for a specific task or purpose
Παραδείγματα
The old shoes were unfit for hiking, lacking proper traction and support.
Τα παλιά παπούτσια ήταν ακατάλληλα για πεζοπορία, χωρίς την κατάλληλη πρόσφυση και στήριξη.
His outdated computer was unfit for running the latest software programs.
Ο ξεπερασμένος υπολογιστής του ήταν ακατάλληλος για την εκτέλεση των πιο πρόσφατων προγραμμάτων λογισμικού.
1.1
ακατάλληλος, ανίκανος
lacking the necessary qualities, skills, or mental health to perform a task
Παραδείγματα
He was deemed unfit for the leadership role due to his lack of experience.
Κρίθηκε ακατάλληλος για τον ρόλο της ηγεσίας λόγω έλλειψης εμπειρίας.
The candidate was unfit for the job because she did n't meet the required qualifications.
Ο υποψήφιος ήταν ακατάλληλος για τη δουλειά επειδή δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προσόντα.
02
ακατάλληλος, σε κακή φυσική κατάσταση
not in adequate physical condition
Παραδείγματα
He felt unfit after months of not exercising.
Αισθανόταν ακατάλληλος μετά από μήνες χωρίς άσκηση.
The doctor advised her to get in shape because she was unfit.
Ο γιατρός της συμβούλεψε να μπει σε φόρμα επειδή ήταν ακατάλληλη.
to unfit
01
καθιστώ ακατάλληλο, ακυρώνω
to make someone or something unsuitable or incapable of performing a task
Παραδείγματα
The injury unfitted him for the competition.
Ο τραυματισμός τον καθιστά ακατάλληλο για τον διαγωνισμό.
The harsh weather conditions unfitted the equipment for use.
Οι σκληρές καιρικές συνθήκες κατέστησαν τον εξοπλισμό ακατάλληλο για χρήση.
Λεξικό Δέντρο
unfit
fit



























