Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unfluctuating
01
σταθερός, αμετάβλητος
not liable to fluctuate or especially to fall
Λεξικό Δέντρο
unfluctuating
fluctuating
fluctuate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σταθερός, αμετάβλητος
Λεξικό Δέντρο