LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unfluctuating
/ʌnflˈʌktʃuːˌeɪtɪŋ/
/ʌnflˈʌktʃuːˌeɪɾɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unfluctuating"
unfluctuating
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not liable to fluctuate or especially to fall
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unflinching
unfledged
unflawed
unflavored
unflattering
unflurried
unflustered
unfocused
unfocussed
unfold
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App