Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unflinching
01
ακλόνητος, αμετάβλητος
not backing off when things are becoming more challenging
Παραδείγματα
Her unflinching dedication to the project impressed her colleagues.
Η ακλόνητη αφοσίωσή της στο έργο εντυπωσίασε τους συναδέλφους της.
She faced the criticism with an unflinching resolve.
Αντιμετώπισε την κριτική με μια ακλόνητη αποφασιστικότητα.



























