Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unforthcoming
01
μη συνεργάσιμος, διστακτικός
unwilling to reveal information or offer assistance
Παραδείγματα
The witness was unforthcoming during the investigation, providing vague answers to questions.
Ο μάρτυρας ήταν απρόθυμος κατά τη διάρκεια της έρευνας, δίνοντας ασαφείς απαντήσεις σε ερωτήσεις.
Her unforthcoming attitude made it difficult to understand her reasons for resigning.
Η μη συνεργάσιμη συμπεριφορά της έκανε δύσκολη την κατανόηση των λόγων παραίτησής της.
Λεξικό Δέντρο
unforthcoming
forthcoming



























