Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unfounded
01
αβάσιμος, αθεμελίωτος
having no basis in fact or reality, making something unreliable or untrue
Παραδείγματα
Her fears about the safety of the neighborhood were unfounded, as crime rates had actually decreased in recent years.
Οι φοβίες της για την ασφάλεια της γειτονιάς ήταν αβάσιμες, καθώς τα ποσοστά εγκληματικότητας είχαν πράγματι μειωθεί τα τελευταία χρόνια.
The accusations against him were unfounded and without merit, as there was no evidence to support them.
Οι κατηγορίες εναντίον του ήταν αβάσιμες και χωρίς αξία, καθώς δεν υπήρχαν αποδείξεις που να τις υποστηρίζουν.



























