Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
baseless
01
αβάσιμος, αθεμελίωτος
having no real reason or evidence to support it
Παραδείγματα
His baseless confidence made him underestimate the challenge.
Η αβάσιμη αυτοπεποίθησή του τον έκανε να υποτιμήσει την πρόκληση.
The baseless accusations quickly lost credibility.
Οι αβάσιμες κατηγορίες γρήγορα έχασαν την αξιοπιστία τους.
Λεξικό Δέντρο
baseless
base



























