Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uncorroborated
01
αναπόδεικτος, χωρίς επιπλέον αποδείξεις
lacking additional evidence or confirmation
Παραδείγματα
The uncorroborated testimony was not enough to convince the jury.
Η αναξιοποίητη μαρτυρία δεν ήταν αρκετή για να πείσει την κριτική επιτροπή.
His uncorroborated story left many doubts about its truth.
Η αναξιοποίητη ιστορία του άφησε πολλές αμφιβολίες για την αλήθεια της.



























