uncorroborated
un
ˌən
αν
co
κερ
rro
ˈrɑ
ρα
bo
μπερ
ra
reɪ
ρει
ted
tɪd
τιντ
British pronunciation
/ʌnkəɹˈɒbəɹˌe‍ɪtɪd/

Ορισμός και σημασία του "uncorroborated"στα αγγλικά

uncorroborated
01

αναπόδεικτος, χωρίς επιπλέον αποδείξεις

lacking additional evidence or confirmation
example
Παραδείγματα
The uncorroborated testimony was not enough to convince the jury.
Η αναξιοποίητη μαρτυρία δεν ήταν αρκετή για να πείσει την κριτική επιτροπή.
His uncorroborated story left many doubts about its truth.
Η αναξιοποίητη ιστορία του άφησε πολλές αμφιβολίες για την αλήθεια της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store