Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unconvinced
01
μη πεισμένος, σκεπτικός
having doubts about the validity or credibility of something
Λεξικό Δέντρο
unconvinced
convinced
convince
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μη πεισμένος, σκεπτικός
Λεξικό Δέντρο