Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uncoordinated
01
ασυντονισμένος, ασύμμετρος
incapable of moving one's muscles together with ease
Παραδείγματα
As a child, he was uncoordinated and struggled with sports.
Σαν παιδί, ήταν ασυντονισμένος και αγωνιζόταν με τα αθλήματα.
The patient 's uncoordinated steps showed the effects of the injury.
Τα ασύντακτα βήματα του ασθενούς έδειχναν τα αποτελέσματα του τραυματισμού.
02
ασυντονισμένος, ασυνάρτητος
lacking effective cooperation or harmony between people, parts, or processes
Παραδείγματα
The uncoordinated rescue effort delayed help to the victims.
Η ασυντονισμένη προσπάθεια διάσωσης καθυστέρησε τη βοήθεια στα θύματα.
Their uncoordinated marketing strategies confused customers.
Οι ασυντονισμένες στρατηγικές μάρκετινγκ τους μπέρδεψαν τους πελάτες.
Λεξικό Δέντρο
uncoordinated
coordinated
...
ordin



























