Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uncovered
01
ακάλυπτος, εκτεθειμένος
exposed to view or external elements
Παραδείγματα
The uncovered table was left outside in the rain.
Το ακάλυπτο τραπέζι άφησαν έξω στη βροχή.
His uncovered head was vulnerable to the harsh sunlight.
Το ακάλυπτο κεφάλι του ήταν ευάλωτο στον δυνατό ηλιακό φως.
Λεξικό Δέντρο
uncovered
covered
cover



























