Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Uncovering
01
ανακάλυψη, αποκάλυψη
the act of discovering something
02
ανακάλυψη, αποκάλυψη
the removal of covering
Λεξικό Δέντρο
uncovering
covering
cover
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανακάλυψη, αποκάλυψη
ανακάλυψη, αποκάλυψη
Λεξικό Δέντρο