Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to uncouple
01
αποσυνδέω, αποσπώ
to disconnect two railway cars or a car from the locomotive
Παραδείγματα
The crew had to uncouple the last two cars for maintenance.
Το πλήρωμα έπρεπε να αποσυνδέσει τα δύο τελευταία βαγόνια για συντήρηση.
They needed to uncouple the engine to perform repairs on it.
Χρειάστηκε να αποσυνδέσουν τον κινητήρα για να πραγματοποιήσουν επισκευές σε αυτόν.
Λεξικό Δέντρο
uncouple
couple



























