uncouple
un
ʌn
αν
cou
ˈkʌ
κα
ple
pəl
παλ
British pronunciation
/ʌnkˈʌpə‍l/

Ορισμός και σημασία του "uncouple"στα αγγλικά

to uncouple
01

αποσυνδέω, αποσπώ

to disconnect two railway cars or a car from the locomotive
example
Παραδείγματα
The crew had to uncouple the last two cars for maintenance.
Το πλήρωμα έπρεπε να αποσυνδέσει τα δύο τελευταία βαγόνια για συντήρηση.
They needed to uncouple the engine to perform repairs on it.
Χρειάστηκε να αποσυνδέσουν τον κινητήρα για να πραγματοποιήσουν επισκευές σε αυτόν.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store