LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bash
/bˈæʃ/
/ˈbæʃ/
Noun (2)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "bash"
Bash
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a vigorous blow
02
an uproarious party
to bash
ΡΉΜΑ
01
to forcefully hit something or someone
Παράδειγμα
I
've
been
having
a
bash
at
the
piano
.
I
do
n't
usually
like
hot
tea
,
but
it
's
so
cold
out
that
I
had
a
bash
today
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App