Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
basely
01
εξευτελιστικά, με ανάξιο τρόπο
in a manner that is dishonorable, mean, or morally low
Παραδείγματα
He betrayed his friend basely by spreading false rumors.
Προδόθηκε τον φίλο του άτιμα διαδίδοντας ψευδείς φήμες.
She was accused of acting basely by taking credit for her colleague's work.
Κυρήχθηκε ένοχη ότι ενεργούσε εξευτελιστικά παίρνοντας την ευθύνη για τη δουλειά του συναδέλφου της.
Λεξικό Δέντρο
basely
base



























