Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uncommonly
Παραδείγματα
She uncommonly forgets her keys; she's usually very organized.
Σπάνια ξεχνάει τα κλειδιά της· είναι συνήθως πολύ οργανωμένη.
Uncommonly, he arrives late to meetings; it's not his usual behavior.
Ασυνήθιστα, φτάνει αργά στις συναντήσεις· δεν είναι η συνηθισμένη του συμπεριφορά.
02
ασυνήθιστα, αξιοσημείωτα
to an exceptional degree
Παραδείγματα
She is uncommonly talented in music.
Είναι ασυνήθιστα ταλαντούχα στη μουσική.
They faced challenges that were uncommonly difficult.
Αντιμετώπισαν προκλήσεις που ήταν ασυνήθιστα δύσκολες.
Λεξικό Δέντρο
uncommonly
commonly
common



























