Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uncommon
01
ασυνήθιστος, σπάνιος
not happening or found often
Παραδείγματα
Seeing a shooting star in the city is uncommon due to light pollution.
Το να δεις ένα διάττοντα αστέρι στην πόλη είναι ασυνήθιστο λόγω της φωτορύπανσης.
Finding parking downtown is uncommon during the evening rush hour.
Η εύρεση στάθμευσης στο κέντρο της πόλης είναι ασυνήθιστη κατά τις ώρες αιχμής το βράδυ.
02
εξαιρετικός, ασυνήθιστος
exceptionally great or intense, beyond what is typical or expected
Παραδείγματα
The storm caused an uncommon amount of damage to the buildings.
Η καταιγίδα προκάλεσε ασυνήθιστη ποσότητα ζημιών στα κτίρια.
She displayed an uncommon amount of patience with the difficult customer.
Επέδειξε μια ασυνήθιστη ποσότητα υπομονής με τον δύσκολο πελάτη.
Λεξικό Δέντρο
uncommon
common



























