Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uncomplicated
01
απλός, εύκολος στην κατανόηση
clear and easy to understand
02
απλός, χωρίς πολυπλοκότητες
free from complexity or difficulty
Παραδείγματα
The layout of the house was practical and uncomplicated, with open spaces and clean lines.
Η διάταξη του σπιτιού ήταν πρακτική και απλή, με ανοιχτούς χώρους και καθαρές γραμμές.
The process was uncomplicated, with clear steps anyone could follow.
Η διαδικασία ήταν απλή, με σαφή βήματα που θα μπορούσε να ακολουθήσει ο καθένας.
Λεξικό Δέντρο
uncomplicated
complicated
complicate



























