
Αναζήτηση
unconditioned
01
αδιαμόρφωτος, μη υπό όρους
not conditional
02
αυθόρμητος, μη καθορισμένος
not established by conditioning or learning
word family
condition
Verb
conditioned
Adjective
unconditioned
Adjective

Συναφή Λέξεις
Αναζήτηση
αδιαμόρφωτος, μη υπό όρους
αυθόρμητος, μη καθορισμένος
word family
condition
conditioned
unconditioned