Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unconscionable
01
ανεύθυνος, σκανδαλώδης
excessively unreasonable or unfair and therefore unacceptable
Παραδείγματα
The company ’s treatment of its workers was deemed unconscionable by labor rights activists.
Η αντιμετώπιση των εργαζομένων από την εταιρεία κρίθηκε ασυνείδητη από τους ακτιβιστές των εργατικών δικαιωμάτων.
They considered the price hike to be unconscionable and refused to pay it.
Θεώρησαν την αύξηση της τιμής ασυνείδητη και αρνήθηκαν να την πληρώσουν.
Λεξικό Δέντρο
unconscionable
conscionable
conscience



























