Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Unconsciousness
01
ασυνειδησία, κατάσταση ασυνειδησίας
the state of not being awake or aware of one's surroundings
Παραδείγματα
The patient was rushed to the hospital after falling into unconsciousness.
Ο ασθενής μεταφέρθηκε κατά επείγοντα στο νοσοκομείο αφού έπεσε σε απώλεια συνείδησης.
His sudden unconsciousness was a result of the severe head injury.
Η ξαφνική απώλεια συνείδησής του ήταν αποτέλεσμα του σοβαρού τραυματισμού στο κεφάλι.
Λεξικό Δέντρο
unconsciousness
consciousness
conscious



























