LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Uncompromising
/ʌnkˈɒmpɹəmˌaɪzɪŋ/
/ənˈkɑmpɹəmaɪzɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "uncompromising"
uncompromising
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ανένδοτος
unwilling to change or give in
inflexible
sturdy
compromising
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App