Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
seldom
01
σπάνια, σπανίως
used to refer to something that happens rarely or infrequently
Παραδείγματα
She seldom watches television.
Εκείνη σπάνια βλέπει τηλεόραση.
They seldom travel during the winter.
Σπάνια ταξιδεύουν το χειμώνα.
seldom
01
σπάνιος, ασύνηθης
rarely occurring or happening
Παραδείγματα
He makes seldom appearances at social events.
Εμφανίζεται σπάνια σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
The boss's compliments are seldom but highly valued.
Τα κομπλιμέντα του αφεντικού είναι σπάνια αλλά πολύ εκτιμημένα.



























