Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rarely
Παραδείγματα
She rarely eats sweets, preferring fruit instead.
Εκείνη σπάνια τρώει γλυκά, προτιμώντας φρούτα αντ' αυτού.
He rarely speaks in meetings unless asked directly.
Σπάνια μιλάει σε συναντήσεις εκτός αν του ζητηθεί άμεσα.
02
εξαιρετικά, αξιοσημείωτα
with exceptional skill or excellence
Παραδείγματα
The bard rarely composed verses that moved the entire court.
Ο βάρδος σπάνια συνέθετε στίχους που συγκινούσαν ολόκληρη την αυλή.
You paint rarely, like the old masters themselves.
Ζωγραφίζετε σπάνια, όπως οι ίδιοι οι παλιοί δάσκαλοι.
2.1
εξαιρετικά, ασυνήθιστα
extremely or extraordinarily
Παραδείγματα
The garden was rarely beautiful in the moonlight.
Ο κήπος ήταν σπάνια όμορφος στο φως του φεγγαριού.
A rarely honest man, he refused all bribes.
Ένας εξαιρετικά ειλικρινής άνθρωπος, αρνήθηκε όλα τα δώρα.
Λεξικό Δέντρο
rarely
rare



























