Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rapturously
01
με εκσταση, με αμέριστο ενθουσιασμό
in a way that shows extreme joy, admiration, or intense enthusiasm
Παραδείγματα
The audience applauded rapturously after the stunning performance.
Το κοινό χειροκρότησε με ενθουσιασμό μετά την εκπληκτική παράσταση.
She spoke rapturously about her favorite author.
Μίλησε με ενθουσιασμό για τον αγαπημένο της συγγραφέα.
Λεξικό Δέντρο
rapturously
rapturous
rapture
rapt



























