Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rhapsodically
01
ενθουσιωδώς, εκστατικά
in a way that expresses intense, enthusiastic, or ecstatic admiration or emotion
Παραδείγματα
She spoke rhapsodically about the beauty of the sunset.
Μίλησε με ενθουσιασμό για την ομορφιά του ηλιοβασιλέματος.
The critic wrote rhapsodically about the artist's latest work.
Ο κριτικός έγραψε με ενθουσιασμό για το τελευταίο έργο του καλλιτέχνη.



























