Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sadly
01
θλιμμένα, με θλίψη
in a sorrowful or regretful manner
Παραδείγματα
He spoke sadly about the missed opportunities in his career.
Μίλησε θλιμμένα για τις χαμένες ευκαιρίες στην καριέρα του.
She said goodbye sadly.
Είπε αντίο θλιμμένα.
02
δυστυχώς, λυπητερά
used to introduce an unfortunate or regrettable fact
Παραδείγματα
Sadly, we wo n't be able to attend the wedding due to a prior commitment.
Δυστυχώς, δεν θα μπορέσουμε να παραστούμε στο γάμο λόγω προηγούμενης δέσμευσης.
I could n't make it to the concert, sadly, as I was feeling unwell.
Δεν μπόρεσα να πάω στη συναυλία, δυστυχώς, γιατί δεν αισθανόμουν καλά.
Παραδείγματα
His advice is sadly ignored by most people today.
Η συμβουλή του δυστυχώς αγνοείται από τους περισσότερους ανθρώπους σήμερα.
The warnings were sadly unheeded until disaster struck.
Οι προειδοποιήσεις δυστυχώς αγνοήθηκαν μέχρι που έπληξε η καταστροφή.
Λεξικό Δέντρο
sadly
sad



























