Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sadistic
01
σαδιστικός, σκληρός
finding pleasure, particularly sexual pleasure in hurting or humiliating others
Παραδείγματα
The sadistic bully enjoyed tormenting his classmates both physically and emotionally.
Ο σαδιστικός νταής απολάμβανε να βασανίζει τους συμμαθητές του τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά.
The sadistic partner derived pleasure from inflicting pain during intimate encounters, disregarding their partner's discomfort.
Ο σαδιστικός σύντροφος αντλούσε ευχαρίστηση από το να προκαλεί πόνο κατά τις οικείες συναντήσεις, αγνοώντας τη δυσφορία του συντρόφου του.
Λεξικό Δέντρο
sadistic
sadist
sad



























