Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Saddler
01
σαμαράς, δερματουργός
a craftsman who makes and repairs leather saddles and other leather items for horses and other animals
Λεξικό Δέντρο
saddler
saddle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σαμαράς, δερματουργός
Λεξικό Δέντρο