woefully
woe
ˈwoʊ
ουου
fu
φα
lly
li
λι
British pronunciation
/wˈə‍ʊfəli/

Ορισμός και σημασία του "woefully"στα αγγλικά

01

θλιμμένα, λυπημένα

with deep sadness and sorrow
woefully definition and meaning
example
Παραδείγματα
She looked woefully at the damaged artwork, realizing it could n't be restored.
Κοίταξε θλιμμένα το κατεστραμμένο έργο τέχνης, συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσε να αποκατασταθεί.
He sighed woefully as he recounted the missed opportunities in his career.
Ανέστεναξε θλιμμένα καθώς ανέφερε τις χαμένες ευκαιρίες στην καριέρα του.
02

θλιβερά, δυστυχώς

in a manner that is extremely poor or unfortunate
DisapprovingDisapproving
example
Παραδείγματα
The performance fell woefully short of expectations, disappointing the audience.
Η απόδοση ήταν θλιβερά κάτω από τις προσδοκίες, απογοητεύοντας το κοινό.
The project was woefully behind schedule, causing concerns among the team.
Το έργο ήταν θλιβερά πίσω από το χρονοδιάγραμμα, προκαλώντας ανησυχίες στην ομάδα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store