Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disconsolately
01
απελπισμένα, απαρηγόρητα
in a way that shows deep unhappiness and a lack of comfort or hope
Παραδείγματα
She wept disconsolately after hearing the news of his passing.
Έκλαψε απελπισμένα αφού άκουσε την είδηση του θανάτου του.
The child sat disconsolately on the steps, clutching his broken toy.
Το παιδί κάθισε απελπισμένα στα σκαλιά, κρατώντας το σπασμένο του παιχνίδι.
Λεξικό Δέντρο
disconsolately
disconsolate



























