Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disconfirm
01
αναιρώ, διαψεύδω
to prove that a belief or hypothesis is incorrect or false
Transitive: to disconfirm a belief or hypothesis
Παραδείγματα
The experiment disconfirmed the hypothesis proposed by the researchers.
Το πείραμα απέδειξε λανθασμένη την υπόθεση που προτάθηκε από τους ερευνητές.
Her findings disconfirmed the widely accepted theory in psychology.
Τα ευρήματά της απέδειξαν λανθασμένη την ευρέως αποδεκτή θεωρία στην ψυχολογία.
Λεξικό Δέντρο
disconfirm
confirm



























