LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Discolor
/dɪskˈʌlə/
/dɪˈskəɫɝ/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "discolor"
to discolor
ΡΉΜΑ
01
to become less attractive or vibrant in color
02
lose color or turn colorless
color
Παράδειγμα
The
cottage
’s
roof
was
weather-worn
,
its
tiles
cracked
and
discolored
by
the
elements
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App